χειρώ

χειρώ
(I)
-άω, Α
βλ. χειριῶ.
————————
(II)
-όω, Α
1. (ενεργ. και μέσ.) καταβάλλω, νικώ, υποτάσσω (α. «τοὺς τὸν ἐλέφαντα χειροῡντας», Αιλ.
β. «ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους», Ηρόδ.)
2. μέσ. χειροῡμαι, -όομαι
α) αιχμαλωτίζω («οἱ δὲ ἱππεῑς ἔστιν ὅτε καὶ ληστὰς ἐχειροῡντο», Ξεν.)
β) φονεύω («καὶ τοῡτον μὲν οἱ σὺν Γαδάτᾳ καὶ Γωβρύᾳ ἐχειροῡντο», Ξεν.)
γ) κάνω κάποιον τού χεριού μου, τόν καθιστώ υποχείριο («αἱ φίλτρα τινά... ἐπιτεχνώμεναι τοῑς ἀνδράσι καὶ χειρούμεναι δι' ἡδονῆς αὐτούς», Πλούτ.)
δ) (σχετικά με ζώα) εξημερώνω
3. παθ. καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι, ηττώμαι («ἐχειρώθησαν ὑπὸ Περσέων», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χείρ, χειρός. Αντίθετα, η άποψη ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από το χείρων* κατά τα ἐλαττῶ, -όω (< ἐλάττων), μειῶ, -όω (< μείων), όπως είχε υποστηριχθεί παλαιότερα, δεν θεωρείται αρκετά πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χειρῶ — χειρόω pres subj act 1st sg χειρόω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείρω — χείρων mcaner neut acc comp pl χείρων mcaner neut nom comp pl χείρων mcaner masc/fem acc comp sg χειρόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χειρόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωνάκτων — χειρω̱νάκτων , χειρῶναξ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώνακτα — χειρώ̱νακτα , χειρῶναξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώνακτας — χειρώ̱νακτας , χειρῶναξ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώνακτες — χειρώ̱νακτες , χειρῶναξ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώνακτος — χειρώ̱νακτος , χειρῶναξ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώναξι — χειρώ̱ναξι , χειρῶναξ masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώναξιν — χειρώ̱ναξιν , χειρῶναξ masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”